- συνθηρώ
- και αττ. τ. ξυνθηρῶ, -άω, Α [σύνθηρος]1. βγαίνω για κυνήγι μαζί με κάποιον άλλο2. μτφ. συλλαμβάνω ή βρίσκω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («σὺν δὲ νιν θηρώμεθ' εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
συνθηρατής — ὁ, Α [συνθηρῶ] αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον … Dictionary of Greek